Η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με μία σημαντική δημογραφική κρίση, καθώς προβλέπεται πως ο πληθυσμός της θα μειωθεί δραστικά τις επόμενες δεκαετίες. Η απειλή αυτής της «κατάρρευσης του πληθυσμού» οφείλεται σε διάφορους παράγοντες, όπως οι χαμηλοί δείκτες γεννητικότητας, η αυξημένη μετανάστευση και η γήρανση του πληθυσμού. Ο δείκτης γονιμότητας της Ελλάδας έχει πέσει πολύ κάτω από το επίπεδο αναπλήρωσης των 2,1 παιδιών ανά γυναίκα, κυμαινόμενος περίπου στο 1,3 τα τελευταία χρόνια. Η οικονομική αβεβαιότητα, που επιδεινώθηκε από τις χρηματοπιστωτικές κρίσεις των δεκαετιών του 2000 και του 2010, έχει οδηγήσει πολλούς νέους να καθυστερούν ή να αποφεύγουν την έναρξη οικογένειας.
Επιπλέον, πολλοί Έλληνες, κυρίως οι νεότεροι και πιο μορφωμένοι, έχουν μεταναστεύσει αναζητώντας καλύτερες ευκαιρίες απασχόλησης, ιδιαίτερα μετά την οικονομική κρίση του 2008. Αυτό το «brain drain» μειώνει περαιτέρω τον πληθυσμό σε ηλικία εργασίας, επιδεινώνοντας τις οικονομικές και κοινωνικές πιέσεις στη χώρα.
Η γήρανση του πληθυσμού αποτελεί ένα ακόμη κρίσιμο ζήτημα. Ένα συρρικνούμενο εργατικό δυναμικό καλείται να υποστηρίξει έναν αυξανόμενο αριθμό ηλικιωμένων, προκαλώντας τεράστια πίεση στο σύστημα υγείας, στις συντάξεις και στις κοινωνικές υπηρεσίες. Καθώς η ισορροπία αυτή μεταβάλλεται, υπάρχει ανησυχία πως η Ελλάδα ίσως δεν έχει την οικονομική ζωντάνια για να διατηρήσει τα κοινωνικά της συστήματα.
Χωρίς παρέμβαση, η δημογραφική κρίση θα μπορούσε να οδηγήσει σε ελλείψεις εργατικού δυναμικού, οικονομική στασιμότητα και κοινωνική αστάθεια. Οι αρμόδιοι πολιτικής εξετάζουν κίνητρα για την αύξηση των γεννήσεων και προσπαθούν να ενθαρρύνουν την επιστροφή των μεταναστών, προκειμένου να αντιμετωπιστούν αυτές οι τάσεις.